- θεοπρόπιον
- θεοπρόπιον, τὸ (Α) [θεοπρόπος]η θεοπροπία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεοπρόπιον — neut nom/voc/acc sg θεοπροπέω prophesy imperf ind act 3rd pl (doric) θεοπροπέω prophesy imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοπροπίοις — θεοπρόπιον neut dat pl θεοπροπέω prophesy pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοπροπίου — θεοπρόπιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοπροπίων — θεοπρόπιον neut gen pl θεοπροπέω prophesy pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοπροπίῳ — θεοπρόπιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοπρόπια — θεοπρόπιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДИВИНАЦИЯ — • Divinatio, 1. искусство и дар гадания, μαντική, т. е. τέχνη. Вера в способность людей предсказывать будущее посредством возбужденной божественной силы и узнавать волю богов, не пользуясь обыкновенными средствами ума, встречается во… … Реальный словарь классических древностей
THEOPROPIA — apud Augustin. Ep. 158. Quod autem scripsit Eximietas tua, dubitare te, utrum in theopropia debeas eadem gesta iubere proponi, fiat etc. Aliter Theopropium, locus videtur appellatus, in quo Caesarum Edicta solebant promulgari. Θεοπροπεία enim et… … Hofmann J. Lexicon universale
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοπρόπος — (5oς αι. π.Χ.). Χαλκουργός από την Αίγινα. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι κατασκεύασε έναν χάλκινο ταύρο για λογαριασμό των Κερκυραίων, οι οποίοι τον αφιέρωσαν στο ιερό των Δελφών. To ιστορικό του ταύρου είναι το ακόλουθο: Κάποτε στην Κέρκυρα, ένας… … Dictionary of Greek